- υπερδύναμη
- η, Νκράτος τού οποίου η στρατιωτική, πολιτική και οικονομική ισχύς υπερβαίνει την ισχύ τών μεγάλων δυνάμεων και ασκεί παγκόσμια επιρροή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερδύναμη — η κράτος με μεγάλη δύναμη ή υπεροχή σε σχέση με άλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μπεκενμπάουερ, Φραντς — (Μόναχο, Γερμανία 1945 –). Γερμανός ποδοσφαιριστής και προπονητής. Έχει συνδέσει το όνομά του όχι μόνο με το σύγχρονο ποδόσφαιρο –σε αγωνιστικό και διοικητικό επίπεδο– αλλά και με το γερμανικό μεταπολεμικό θαύμα. Οι συμπατριώτες του τον ονόμασαν… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
Μεϊτζί — (Meiji). Η περίοδος της βασιλείας (1867 1912) του 122ου αυτοκράτορα της Ιαπωνίας, Μουτσουχίτο, ο οποίος και επονομάστηκε Μ. μετά την ανάρρησή του στον θρόνο. Η λέξη σημαίνει φωτισμένη διακυβέρνηση και η σημασία της εποχής Μ. οφείλεται στο γεγονός … Dictionary of Greek
σοβιετικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα σοβιέτ ή διοικείται με τα σοβιέτ: Η Σοβιετική Ένωση τα τελευταία χρόνια έγινε υπερδύναμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)